Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια γυναίκα η κυρά –Καλή. Μια μέρα πήγε στο δάσος να μαζέψει ξύλα για το τζάκι της. Την έπιασε μια ξαφνική μπόρα και αναγκάστηκε να χτυπήσει την πόρτα μιας καλύβας. Της άνοιξαν και μπήκε. Μέσα ήταν ένας γέρος με μια άσπρη μακριά γενειάδα και δώδεκα παλικάρια, τρία φορούσαν γούνες, τρία είχαν στα μαλλιά στεφάνια από λουλούδια, τρία είχαν στεφάνια από στάχυα και τρία στεφάνια από σταφύλια.
-Καλώς την κυρούλα, της είπαν τα παλικάρια, κάτσε να ξαποστάσεις.
-Α σας ευχαριστώ καλά μου παιδιά, απάντησε η κυρά –Καλή.
Πιάσαν την κουβέντα και κάποια στιγμή ο γέροντας τη ρωτάει:
-Ποιο μήνα αγαπάς περισσότερο; Ποιος είναι ο καλύτερος απ’ όλους;
Η κυρά –Καλή με ευγενική και καλοσυνάτη φωνή απαντά:
-Όλοι οι μήνες του χρόνου είναι καλοί και ευλογημένοι, όλοι έχουν τις χάρες τους.
Ο Γενάρης φέρνει τα χιόνια, ο Φλεβάρης την αποκριά και ο Μάρτης τα χελιδόνια. Ο Απρίλης την Πασχαλιά και ο Μάης τα λουλούδια. Ο Ιούνης τα χρυσά τα στάχυα και ο Ιούλης τα θαλασσινά τα μπάνια. Αχ κι ο Αύγουστος φρούτα καλοκαιρινά και ο Σεπτέμβρης φέρνει τρύγο και χαρά. Ο Οκτώβρης τις βροχές και ο Νοέμβρης τις ελιές. Ε κι ο Δεκέμβρης, τι χαρά, τις μεγάλες τις γιορτές! Γι’ αυτό σας λέω όλοι καλοί κι ευλογημένοι είναι!
Ο γέροντας έκανε ένα νεύμα στα παλικάρια κι εκείνα ήρθαν κρατώντας ένα δεμάτι ξύλα και ένα σακουλάκι.
-Κυρούλα αυτά είναι για σένα, ξύλα για το τζάκι σου και αυτό το σακουλάκι που θα το ανοίξεις μόνο όταν φτάσεις στο σπίτι σου και κλείσεις πρώτα την πόρτα . Καλό δρόμο να ‘χεις!
Η κυρά – Καλή τους ευχαρίστησε και τους αποχαιρέτησε. Όταν έφτασε στο φτωχικό της έκλεισε την πόρτα, άνοιξε το σακουλάκι και τι να δει!!! Ήταν γεμάτο με χρυσά φλουριά!
Σε λίγο καιρό το φτωχικό της κυρά-Καλής έγινε ένα καινούριο όμορφο σπίτι φυτεμένο γύρω γύρω με δέντρα, θάμνους και λουλούδια. Ζούσε ευτυχισμένη με τα παιδιά της και περνούσαν όλοι πολύ καλά. Φρόντιζε να μοιράζει τη χαρά της και τα υπόλοιπα λεφτά της σε όσους συγχωριανούς της είχαν ανάγκη.
Μια γειτόνισσά της βλέποντας αυτές τις αλλαγές τη ρώτησε με κακία:
-Τι συμβαίνει με σένα, πού βρήκες εσύ φτωχιά γυναίκα τόσα λεφτά; Μπας και τα κλεψες;
Η κυρά –Καλή έκατσε και της τα εξιστόρησε όλα, με το νι και με το σίγμα.
Η γειτόνισσα ήταν πλούσια και δεν είχε ανάγκη , όμως ζήλεψε και χωρίς να χάσει καιρό ξεκινάει για το δάσος. Φτάνει στην καλύβα, χτυπάει την πόρτα και την υποδέχονται τα παλικάρια.
_Καλημέρα θείτσα, κάτσε να σε φιλέψουμε.
_ Κακή, ψυχρή κι ανάποδη, ξυλιάσανε τα χέρια μου και πάγωσαν τα πόδια μου μ΄ αυτόν το βρωμόκαιρο.
Πιάσαν την κουβέντα και ο γέροντας τη ρωτάει:
- Για πες μου να χαρείς ποιο μήνα αγαπάς περισσότερο, ποιος είναι πιο καλός;
- Όλοι τους είναι χάλια, πάρτον τον έναν χτύπα τον στον άλλο! κανέναν δεν αγαπώ. Ο Γενάρης με παγώνει με τα χιόνια και ο Φλεβάρης με ζαλίζει με τα καρναβάλια του. Ο Μάρτης φέρνει χελιδόνια και κουτσουλάνε τις αυλές και ο Απρίλης μου φέρνει αλλεργία, φτερνίζομαι και γεμίζω σπυριά. Ο Μάης φέρνει τα λουλούδια, τρέχουν τα παιδιά, φωνές παντού….. μου παίρνουνε τ’ αυτιά. Ο Ιούνης φέρνει δουλειές, μπελάδες, ….τρέχα να θερίσεις και τον Ιούλη ν’ αλωνίσεις, ούφ ….
Ιούλης, Αύγουστος τι ζέστη! ιδρώτας, μπάνια … άμμο παντού, καύσωνας, μύγες και κουνούπια, σωστή φρίκη!
Ο Σεπτέμβρης πώς να ζήσεις; τρύγος, κούραση α πα πα πα…. Και τον Οκτώβρη πιο πολλές δουλειές, έρχονται οι βροχές, με τρελαίνουν οι βροντές κι οι αστραπές! Ο Νοέμβρης στρώσε- ξέστρωσε, ψάξε μάλλινα, στρώσε χαλιά……. και υπομονή για να αντέξεις του Δεκέμβρη το μπελά: καλικάντζαροι, γλυκά, δώρα, κάλαντα και πάει ο παράς!
Ο γέροντας έκανε ένα νεύμα στα παλικάρια και εκείνα έφεραν στην κυρά το δεμάτι με τα ξύλα και το σακουλάκι.
-Ορίστε, αυτά είναι για σένα, ξύλα για το τζάκι και αυτό το σακουλάκι που θα το ανοίξεις μόνο όταν φτάσεις στο σπίτι σου, μην ξεχάσεις πρώτα να κλείσεις καλά καλά την πόρτα!
Έφυγε χωρίς να χαιρετήσει κανένα, πέταξε το δεμάτι με τα ξύλα έξω από την καλύβα και κρατώντας σφιχτά το σακουλάκι έτρεξε στο σπίτι της. Πρώτα έκλεισε και μαντάλωσε τα παραθύρια και την πόρτα και μετά αναποδογύρισε το σακουλάκι περιμένοντας να ξεχυθούν τα χρυσά φλουριά. Μα αυτό ήταν γεμάτο φαρμακερά φίδια που απλώθηκαν στο σπιτικό της.
Άρχισε τότε λοιπόν να τρέχει και να φεύγει μακριά για να γλυτώσει.
Έτσι πήρε ένα μάθημα για τον κακό της τρόπο και τα απαίσια λόγια της ενώ η κυρά –Καλή έζησε καλά κι εμείς καλύτερα!
Λαϊκό παραμύθι, απόδοση: Τζιάκη Δέσποινα
Μερική απόδοση: ο ζωηρός μαθητής